- μεγαθυμία
- η великодушие, благородство
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μεγαθυμία — η 1. μεγαλοψυχία, γενναιοψυχία 2. ανεκτικότητα, υπομονητικότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγάθυμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1832 στον Π. Λαζαρή] … Dictionary of Greek